Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Κουτσουπια

Άλλοι το λένε κουτσουπιά κι άλλοι το «δένδρο του Ιούδα».
Όπως και να το λένε, ήρθε κι άστραψε το ζωντανό του χρώμα στη διπλανή αυλή.
Ολάνθιστο, πυρπολημένο, με τα μπουμπούκια του να σκάνε ένα κόκκινο πιο κοντά στο αίμα κι απ΄ το ίδιο το αίμα.
Άνοιξη που αρχίζει να μυρίζει Ανάσταση μες στη Σαρακοστή.
Το ΄δα πρώτη φορά στο Πήλιο.
Όχι ότι δεν το ΄χα ξαναδεί. Αλλά μου παρουσιάστηκε εκεί.
Μέχρι τότε ήταν ένα δέντρο που άνθιζε όπως όλα τα άλλα. Ίσως να ήτανε η πόλη που το έπνιγε, ίσως κι εγώ ο πολιτισμένος που δεν είχα μάτια να το δω, ίσως πάλι το ίδιο μού κρυβότανε, όπως χιλιάδες πράγματα που ενώ είναι δίπλα μας χρόνια, κρύβονται επιμελώς μέχρι να διαλέξουν τη στιγμή να κάνουν την εμφάνισή τους με τους δικούς τους όρους, να κάνουν «είσοδο» που λέμε και στο Θέατρο. Να μας κερδίσουν. Να γίνουμε δικοί τους μια και καλή.
Μια και για πάντα.
Το ΄δα πρώτη φορά στο Πήλιο.
Στην αιωρούμενη βεράντα της Ξένιας, έκανα να πιω μια γουλιά καφέ κι όπως χαμήλωνα το βλέμμα βλέπω στο βαθύ πράσινο του ιερού βουνού, σαν μια πληγή ν΄ ανθίζει, ένα δένδρο. Αμέσως, όπως πάντα όταν κινδυνεύω να παραδοθώ στα δάκρυα, άρχισα να ζητάω αναφορές στην ποίηση για να εξωραΐσω ή να ξορκίσω την κατάσταση να μη με πάρει ο πόνος από κάτω, να μην ξεπέσω σε συναισθηματισμούς κουζίνας.
Κάτι πήγα να ψελλίσω για «Πουκάμισο του Κενταύρου», να πιαστώ από Σεφέρη μεριά να το γλιτώσω το κακό. Κάτι να ψιλοτραγουδήσω την εκδρομή «Σαν ταξιδάκι αναψυχής μ΄ ένα κρυμμένο τραύμα», μπας και το μέλος με απαλλάξει απ΄ το μελό.
Δεν πρόλαβα.
Ακούω δίπλα μου: «Άνθισε η κουτσουπιά».
Πάει κι ο Ποιητής, πάει και η μελοποιημένη Λίνα. Αυτό το «κουτσουπιά» πώς με προσγείωσε στο φλιτζανάκι του καφέ. Απότομα, χωρίς τροχούς, χωρίς το τραπεζάκι μου κλειστό και το κάθισμα στην ορθή του θέση. - «Σου κακοφάνηκε το κουτσουπιά; Το λέν΄ και δέντρο του Ιούδα.
Θες;
Το λέν΄ και αγριοχαρουπιά, το λέν΄ και ξυλοκέρατο». Άπαπα-πα-παα. Θα κλείσω τέτοιο άνθος στο ασφυκτικό κουτί της προδοσίας;
Θα κερατωθώ από μόνος μου; Να μου κοπεί η γλώσσα. Θα πα να βρω κι εγώ μια λέξη δικιά μου. Ιδίας εμπνεύσεως.
Κανένας Κριαράς, Φυτράκης Μπαμπινιώτης δεν θα τη διαθέτει. Μια λέξη ολοδικιά μου.
Να κλείνει μέσα της... Όχι να «κλείνει»...
Να «απελευθερώνει» από μέσα της το χρώμα και το κάλλος, το φως από το άγουρο του έρωτος, κι εκείνο το ροδινογάλαζο απ΄ τις φλέβες που έζωναν το σώμα σου σαν δίχτυ να πιάσει την ψυχή σου η Αγάπη.
Άλλοι το λένε «κουτσουπιά» κι άλλοι το «δέντρο του Ιούδα». Εγώ το λέω: «... », ανοίγω το παράθυρο στην Άνοιξη και την καλωσορίζω.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φίλε μου, ακολουθώντας τη λέξη (αυτή την άχαρη, αφού βλέπεις η δική σου θα ξεχείλιζε από οποιοδήποτε λεξικό) για να φτάσω στην εικόνα, βρέθηκα να χάσκω αμήχανος μπροστά στη γλυκιά σου κατάθεση ομορφιάς. Να είσαι πάντα καλά, ώστε να ντύνεις τον κόσμο με την όμορφη ματιά σου...